προκαταχέω

προκαταχέω
προκαταχέω
pour upon first
pres subj act 1st sg (epic doric ionic aeolic)
προκαταχέω
pour upon first
pres ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic parad-form)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προκαταχέω — Α χύνω πάνω σε κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταχέω «χύνω από πάνω»] …   Dictionary of Greek

  • χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”